- ακολουθώ
- (Α ἀκολουθῶ, -έω) (Ν. και ακολουθάω και ακλουθώ, -έω, -άω)1. πηγαίνω μαζί με κάποιον ή μετά από κάποιον2. ενεργώ σύμφωνα με κάποιον ή κάτι, συγκατανεύω, συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι3. έρχομαι ως συνέπεια, επακολουθώ, απορρέω4. ακολουθώ κάποιον χωρίς καθόλου να υστερώ5. απρόσ. ακολουθείέπεται συνέχεια, συνεχίζεταινεοελλ.1. τηρώ πορεία, διευθύνομαι2. επαναλαμβάνω μια ενέργεια, μιμούμαι3. είμαι οπαδός κάποιου, συμφωνώ με τις αρχές του4. φρ. «ακολουθώ κατά πόδας ή κατά βήμα ή το παράδειγμα κάποιου», μιμούμαι«ακολουθώ πιστά ή επακριβώς», τηρώ«ακολουθώ τη ρουτίνα», ενεργώ χωρίς πρωτοβουλία και με τρόπο τετριμμένοαρχ.1. κατανοώ τα λεγόμενα κάποιου, παρακολουθώ τη συνέχιση ενός λόγου2. ακολουθώ την αναλογία κάποιου, είμαι όμοιος ως προς κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακόλουθος.ΠΑΡ. ακολούθησις, ακολουθητικόςνεοελλ.ακολούθημα.ΣΥΝΘ. εξακολουθώ, επακολουθώ, παρακολουθώ, συνακολουθώ, συμπαρακολουθώ, συνεπακολουθώαρχ.ἀντακολουθῶ, διακολουθῶ, ἐπακολουθῶ, κατακολουθῶ, μετακολουθῶ, περιακολουθῶ, προακολουθῶ, συγκατακολουθῶ, συνεξακολουθῶ].
Dictionary of Greek. 2013.